- κρετόν
- τολεπτό βαμβακερό ύφασμα που χρησιμοποιείται για κατασκευή παραπετασμάτων, υποκαμίσων, καλυμμάτων επίπλων κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Creton, χωριό στη Νορμανδία όπου πρωτοκατασκευάστηκε το ύφασμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρετόν — το (άκλ., λ. γαλλ.), βαμβακερό ύφασμα κατάλληλο για κουρτίνες και καλύμματα επίπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)